- ἀρχαιόγονος
- ἀρχαιό-γονος, ον,A of ancient race, of old descent, S.Ant.981.II (perh. parox. ἀρχαιογόνος) original, primal,
αἰτία Arist.Mu.399a26
(nisi leg. ἀρχέγονον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰτία Arist.Mu.399a26
(nisi leg. ἀρχέγονον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρχαιόγονος — ἀρχαιόγονος, ον (Α) αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος … Dictionary of Greek
ἀρχαιόγονος — of ancient race masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιόγονον — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem acc sg ἀρχαιόγονος of ancient race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιογόνου — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιογόνων — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek
αρχαιογονία — η (Μ ἀρχαιογονία) [αρχαιόγονος] η αρχή κάποιου γένους, η αρχαία καταγωγή … Dictionary of Greek
ՍԿԶԲՆԱԾԻՆ — ( ) NBH 2 0719 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 13c ա. ἁρχίγονος primigenus. Նախծին. զառաջինն ծնեալ կամ ʼիվեր երեւալ. նախկին. առաջին. *Գիտեմ եւ այլ լոյս, որով սկզբնածինն վերացաւ խաւար, եւ կամ հատաւ: Սկզբնածինն լուծաւ խաւար:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)